ξυστός ή ξυστόν

ξυστός ή ξυστόν
Ο ισοπεδωμένος και καθαρισμένος από χόρτα και πέτρες χώρος που χρησίμευε στην αρχαία Ελλάδα για την άθληση των δρομέων. Με το πέρασμα του χρόνου, το ξ. και η παλαίστρα αποτέλεσαν τα δύο κύρια μέρη του πρωταρχικού γυμνάσιου, και τότε ο όρος ξ. πήρε την έννοια του γυμνάσιου. Ένα από τα αρχαιότερα είναι το ξ. της Ήλιδας, που αναφέρεται από τον Παυσανία. Σύμφωνα με την παράδοση, το είχε κατασκευάσει ο Ηρακλής, που είχε ισοπεδώσει τον χώρο και τον καθάρισε από τα αγκάθια. Το κανονικό μήκος του ξ. ήταν συνήθως ένα στάδιο (περίπου 192 μ.). Στους Δελφούς όμως, ήταν 180 μ., στην Πριήνη της Μικράς Ασίας 192, και στην Αλεξάνδρεια ακόμα μεγαλύτερος. Αρχικά, ο ξ. γινόταν κοντά σε κήπους. Μετά τους Περσικούς πολέμους, ο ξ. στην Αθήνα δεν ήταν πια υπαίθριος, αλλά σκεπαζόταν με ξύλινη στέγη, για να είναι προφυλαγμένος και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί με κακοκαιρία. Οι ξ. αυτοί ονομάζονταν κατάστεγοι δρόμοι. Μετά τον 4o αι. π.Χ. ο ξ. απέκτησε λίθινη στέγη. Στα ελληνικά γυμνάσια, ο ξ. ήταν περίστυλος, με δύο παράλληλες στοές. Η βόρεια στοά ήταν διπλάσια σε βάθος, και εκεί γινόταν ο δίαυλος. Η νότια στοά ήταν απλή. Οι στοές αυτές πλαισίωναν στο βάθος μια αυλή, που μετατρεπόταν σε κήπο, όπου κάθονταν άνετα οι θεατές για να παρακολουθούν τους αγώνες. Ο επιστάτης του ξ. λεγόταν ξυστάρχης. Στους ρωμαϊκούς χρόνους ο ξυστάρχης διοριζόταν από τον αυτοκράτορα ανάμεσα στους καλύτερους νικητές αθλητές και ήταν ισόβιος υπάλληλος. Αργότερα, όταν ο αθλητισμός είχε ξεπέσει και οι αθλητές είχαν μεταβληθεί σε επαγγελματίες, ξ. ονομαζόταν ο σύνδεσμος των αθλητών για την υπεράσπιση των επαγγελματικών συμφερόντων τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξυστόν — shaved neut nom/voc/acc sg ξυστός 1 shaved masc/fem acc sg ξυστός 1 shaved neut nom/voc/acc sg ξυστός 2 walking place masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστόν — Ξυστός shaved masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… …   Dictionary of Greek

  • ξυστοῖς — ξυστόν shaved neut dat pl ξυστός 1 shaved masc/fem/neut dat pl ξυστός 2 walking place masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστοῖσι — ξυστόν shaved neut dat pl (epic ionic aeolic) ξυστός 1 shaved masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ξυστός 2 walking place masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστοῖσιν — ξυστόν shaved neut dat pl (epic ionic aeolic) ξυστός 1 shaved masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ξυστός 2 walking place masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστοῦ — ξυστόν shaved neut gen sg ξυστός 1 shaved masc/fem/neut gen sg ξυστός 2 walking place masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστῶν — ξυστόν shaved neut gen pl ξυστός 1 shaved masc/fem/neut gen pl ξυστός 2 walking place masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστῷ — ξυστόν shaved neut dat sg ξυστός 1 shaved masc/fem/neut dat sg ξυστός 2 walking place masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστά — ξυστόν shaved neut nom/voc/acc pl ξυστός 1 shaved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”